αμοιβαίος

αμοιβαίος
αία, ο[ν] взаимный, обоюдный;

αμοιβαία εκτίμηση — взаимное уважение;

αμοιβαία ασφάλεια — взаимная безопасность;

αμοιβαία βοήθεια — взаимопомощь;

αμοιβαία κατανόηση — взаимопонимание;

αμοιβαία σχέση — взаимосвязь;

αμοιβαίες σχέσεις — взаимоотношения;

με αμοιβαία συμφωνία — по взаимному, обоюдному согласию


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμοιβαίος" в других словарях:

  • ἀμοιβαῖος — giving like for like masc nom sg ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβαίος — α, ο (Α ἀμοιβαῖος, ον και ος, α, ον) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον μσν. αυτός που απαντά όπως στον διάλογο αρχ. το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα α) οι διάλογοι σε τραγωδία β) είδος λαϊκού τραγουδιού …   Dictionary of Greek

  • αμοιβαίος — α, ο επίρρ. α αυτός που υπάρχει ή γίνεται εναλλακτικά ή με ανταπόδοση: Η εκτίμηση είναι αμοιβαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοιβαῖον — ἀμοιβαῖος giving like for like masc acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαῖοι — ἀμοιβαῖος giving like for like masc nom/voc pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαῖαι — ἀμοιβαῖος giving like for like fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαίως — ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like adverbial ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like masc acc pl (doric) ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like adverbial ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαίων — ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοιβαδίων — ἀμοιβάδιος fem gen pl ἀμοιβάδιος masc/neut gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»